- ἑταιρειώτης
- ἑταιρ-ειώτης, ου, ὁ,A member of a ἑταιρεία, Hdn.Epim. 37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εταιρειώτης — ἑταιρειώτης, ὁ (ΑΜ) [εταιρεία] μσν. στο Βυζάντιο, αυτός που ανήκει στην εταιρεία, στρατιωτική μονάδα τής βασιλικής φρουράς αρχ. μέλος εταιρείας, συντροφιάς, συλλόγου … Dictionary of Greek
ἑταιρειώτης — member of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρειώταις — ἑταιρειώτης member of a masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)